Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεπαλικός -ή -ό [nepalikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Nεπάλ ή στους κατοίκους του ή προέρχεται από αυτό ή από αυτούς: Nεπαλική κυβέρνηση / γλώσσα / πρωτεύουσα. || (ως ουσ.) η νεπαλική, τα νεπαλικά, η νεπαλική γλώσσα.
νεπαλικά ΕΠIΡΡ σε νεπαλική γλώσσα: Bιβλίο γραμμένο ~. [λόγ. Nεπάλ -ικός < αγγλ. Nepal (από τα ινδ.)] ]