Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Ναυπακτίτης ο.
-
- Ο κάτοικος της Ναυπάκτου:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 324r).
[<ουσ. Ναύπακτος + κατάλ. ‑ίτης Τ. Επαχτίτης σήμ. ιδιωμ.]
- Ο κάτοικος της Ναυπάκτου: