Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Ναπολιτάνος ο· Αναπολιτάνος.
-
- Αυτός που κατάγεται από τη Νάπολη:
- πραματευτάδες … Αναπολιτάνους (Μαχ. 31819).
[<ιταλ. Napolitano. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που κατάγεται από τη Νάπολη: