Παράλληλη αναζήτηση
120 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Μας ο,
- βλ. Μάιος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάσα η [mása] Ο25α : (λαϊκ.) 1. το φαΐ: Όλο τη ~ έχει στο νου του. Θα κάνουμε καλές μάσες τώρα το Πάσχα. ΦΡ μάσες ξάπλες (φούμες), για τεμπελιά ή αδράνεια. 2. (μτφ.) το μεγάλο οικονομικό κέρδος: Aυτή η δουλειά έχει πολλή ~· μην την αφήσεις.
[μασ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάσα η,
- βλ. μάσσα (I) και (II).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μασάζ το [masáz] Ο (άκλ.) : συστηματική μάλαξη του ανθρώπινου σώματος ή ορισμένων τμημάτων του με στόχους θεραπευτικούς ή αισθητικούς: ~ με τα χέρια / με ειδικό μηχάνημα. Kάνω ~. Kάνω ~ σε ειδικό μασέρ. Tου έκανε ~ και ανακουφίστηκε.
[λόγ. < γαλλ. massage]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάσαλα [másala] επιφ. : (λαϊκότρ., παρωχ.) για να εκφράσουμε θαυμασμό, επιδοκιμασία, επιβράβευση ή για αποτροπή βασκανίας: ~ το παιδί, πόσο ψήλωσε!
[τουρκ. maşallah (από τα αραβ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μασάλι το [masáli] Ο44 : (προφ., σπάν.) ψέμα ή σαχλαμάρα.
[τουρκ. masal `παραμύθι, ψέμα΄ (αραβ. mesel) -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- μασγίδα η· σμαγίδα· σμαΐδα.
-
- Τζαμί:
- ο Άγιος Τίτος θα γενεί μετζίτι και σμαΐδα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5551).
[<ουσ. μασγίδιον]
- Τζαμί:
[Λεξικό Κριαρά]
- μασγίδιον το· ισμαγίδιον· ισμαΐδι· ισμαΐδιον· μασγίδιν· μασγιδίον· μοσγίτιν· σμαγίδιν· σμαΐδι.
-
— Βλ. και μετζίτιον.
- Τζαμί:
- Την Αγία Σοφία του Θεού … εποίκασιν μασγίδιν (Θρ. Κων/π. (Mich.) 76).
[<αραβ. masdjid. Η λ. το 10. αι. (Meursius, Du Cange, Soph.)· βλ. και Mor. II 182-3]
- Τζαμί:
[Λεξικό Κριαρά]
- μασε, αντων.,
- βλ. εγώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μασέλα η [maséla] Ο25α : 1. η τεχνητή οδοντοστοιχία: Bάζω / βγάζω τη ~ μου. Xάλασαν όλα τα δόντια του κι αναγκάστηκε να περάσει / να βάλει μασέλες. 2. η οδοντοστοιχία. ΦΡ τρώει* με δύο / δέκα μασέλες. || (επέκτ.) η σιαγόνα.
[μσν. μασέλα < ιταλ. mascella]