Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Μαλτέζος ο.
-
- Μαλτέζος·
- εδώ προκ. για τους Ιωαννίτες ιππότες της Μάλτας:
- εκούρσευσαν την Μεθώνην οι Μαλτέζοι (Byz. Kleinchron. Á 4835· Τζάνε, Κρ. πόλ. 1575).
- εδώ προκ. για τους Ιωαννίτες ιππότες της Μάλτας:
[<ιταλ. Maltese. Η λ. και σήμ.]
- Μαλτέζος·