Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μάρκε
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
μαρκέζες ο.
  • Μαρκήσιος:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4475, 4502).

[<ιταλ. marchese]

[Λεξικό Κριαρά]
μαρκέσιος ο· μαρκέζης· μαρκέζιος· μαρκέσης.
  • Τίτλος Φράγκων ευγενών (συν. με παραμεθόριες κτήσεις και καθήκοντα στρατιωτικά, δικαστικά και διοικητικά), μαρκήσιος:
    • (Byz. Kleinchron. Á 621
    • ο Μπονοφάτσιος, μαρκέζης ο ντε Μουνφαράτ (Χρον. Μορ. P 209).

[<μεσν. λατ. marcensis - marquesius - προβ. marques - ιταλ. marchese. Ο τ. ‑ζης στο Somav. Τ. ‑κή‑ το 10. αι. (Soph.) και σήμ. Η λ. το 12. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρκετερί η [marketerí] Ο (άκλ.) : ονομασία τεχνικής η οποία χρησιμοποιείται στη διακόσμηση επιφανειών, ιδίως των επίπλων.

[λόγ. < γαλλ. marqueterie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάρκετιγκ το [márketiŋg] Ο (άκλ.) : το σύνολο των ενεργειών που αφορούν τη διάθεση των προϊόντων ή των υπηρεσιών μιας οικονομικής μονάδας: Έρευνες / σπουδές ~. Tο ~ είναι ουσιαστικός κλάδος της οικονομικής δραστηριότητας.

[λόγ. < αγγλ. marketing]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες