Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λατίνος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Λατίνος ο [latínos] Ο18 : 1. αυτός που γεννήθηκε, που κατοικούσε στο αρχαίο Λάτιο και με επέκταση, ο αρχαίος Ρωμαίος. 2. (ως επίθ.) Φράγκος της μεσαιωνικής Ευρώπης κατά την εποχή των σταυροφοριών και με επέκταση, καθολικός: Λατίνοι αυτοκράτορες / πατριάρχες. || Λατίνοι συγγραφείς, πεζογράφοι και ποιητές Ρωμαίοι και με επέκταση, όσοι έγραψαν στα λατινικά κατά το Mεσαίωνα. || ~ εραστής, ο θερμόαιμος (κυρ. για Iταλούς) εραστής.

[λόγ. < ελνστ. Λατῖνος]

[Λεξικό Κριαρά]
Λατίνος ο.
  • 1) Ρωμαίος:
    • ένα ψηλό αουτόρε Λατίνο … ιταλικά να σου τον εσπριμέρω (Στάθ. Γ́ 209).
  • 2) Φράγκος:
    • εάλω η Πόλις παρά των Λατίνων (Δούκ. 3310).
  • 3) Ρωμαιοκαθολικός:
    • Περί χειροτονίας Λατίνων και ημετέρων (Βακτ. αρχιερ. 186· Μαχ. 906).
  • Ως επίθ. = λατινικός:
    • ποσσεντέρω γράμματα volgare και λατίνα (Φορτουν. Δ́ 260).

[μτγν. εθν. Λατίνος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λατινοστολισμένος, μτχ. επίθ.
  • (Προκ. για λόγο) που πλουτίζεται με λατινικά (= ιταλικά):
    • είχε γλώσσα έξοχη, λατινοστολισμένη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46521).

[<επίθ. λατίνος + μτχ. παρκ. του στολίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες