Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λάος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαός ο [laós] Ο17 : σύνολο ανθρώπων που αποτελούν ενότητα με βάση ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά ή συνεκτικά στοιχεία. 1α. οι κάτοικοι μιας χώρας, πόλης, περιοχής· πληθυσμός: Ο ~ της Ελλάδας / της Aθήνας / της Mακεδονίας. || το σύνολο του πληθυσμού ενός κράτους: Διάγγελμα του πρωθυπουργού προς το λαό. Kάθε ~ έχει τους ηγέτες που του ταιριάζουν. β. οι κάτοικοι, οι πληθυσμοί ευρύτερων περιοχών: Οι λαοί της Aσίας / της Aφρικής / της Δύσης / της Mεσογείου. 2. οι κάτοικοι καθορισμένου χώρου με κάποια κοινά στοιχεία (ιστορία, παραδόσεις, έθιμα, θεσμούς, συνείδηση κ.ά.): Πρωτόγονοι / πολιτισμένοι λαοί. Γλώσσα / λογοτεχνία / τέχνη ενός λαού. Ήθη και έθιμα του ελληνικού λαού. 3. το τμή μα του πληθυσμού, των πολιτών που δε μετέχει στη διεύθυνση της κοινωνίας και στην άσκηση της εξουσίας, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το κράτος, τους θεσμούς και τους μηχανισμούς του: H κυβέρνηση δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει όσα υποσχέθηκε στο λαό. ΦΡ φωνή* λαού, οργή Θεού. || οι υπήκοοι: Ο βασιλιάς και ο ~ του. 4. οι κοινωνικές τάξεις που χαρακτηρίζονται από μικρό εισόδημα ή και χαμηλό μορφωτικό, πολιτιστικό επίπεδο· κοσμάκης: Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι κι ο ~ πεινάει. H τέχνη πρέπει ν΄ απευθύνεται σ΄ όλο το λαό κι όχι σε λίγους μορφωμένους και ειδικούς. (έκφρ.) παιδί* του λαού.

[λόγ. < αρχ. λαός]

[Λεξικό Κριαρά]
λαός (I) ο· λαγός· λας ο· λας οι.
  • 1)
    • α) Κόσμος, άνθρωποι:
      • (Μαχ. 1010
    • β) πλήθος ατόμων:
      • (Μαχ. 2527), (Ερωτόκρ. Β́ 517
    • γ) το σύνολο των κατοίκων, ο πληθυσμός μιας περιοχής:
      • την χώραν μ’ όλον τον λαόν ο Θεός καταποντίζει (Χούμνου Κοσμογ. 876
      • (στον πληθ.):
        • (Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 18).
  • 2) Γένος, έθνος:
    • (Πεντ. Δευτ. II 10), (Ασσίζ. 2434
    • έκφρ. λαός βλησίδι = περιούσιος λαός:
      • (Πεντ. Δευτ. VII 6
    • φρ. είμαι για λαός = προορίζομαι για γενάρχης μιας φυλής:
      • (Πεντ. Γέν. XLVIII 19).
  • 3)
    • α) Μέλη μιας οργανωμένης (με νόμους) κοινωνίας, πολίτες:
      • δει πάντες οι λας να έχουν μάρτυρας κατά τον νόμον (Ασσίζ. 2722· Σουμμ., Ρεμπελ. 164
      • έκφρ. καλοί λας = οι εύποροι, πλούσιοι πολίτες:
        • (Μαχ. 67224
    • β) τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα:
      • εσέρναν τον λαόν εις το κακό, εναντίον των αρχόντων (Σουμμ., Ρεμπελ. 170
      • εκφρ.
        • (1) 'λίος λαός = η κατώτερη τάξη του λαού ή του στρατού:
          • (Χρον. Μορ. H 3850
        • (2) χοντρός λαός = ο άξεστος κόσμος, όχλος:
          • (Ερωτόκρ. Β́ 841
        • (3) τα σπιτία τους λας = η μάζα του λαού:
          • (Μαχ. 67213
        • (4) κοινός λαός, βλ. κοινός Εκφρ. 1.
  • 4)
    • α) (Προκ. για άρχοντα ή βασιλιά) υπήκοοι:
      • (Ερωτόκρ. Γ́ 87), (Ωροσκ. 4219
    • β) συνοδεία, ακολουθία:
      • ο ρήγας … ήλθεν εις την Κύπρον … και επέζευσεν με τους λας του (Μαχ. 1901· Έκθ. χρον. 627).
  • 5)
    • α) Στρατός, στρατιωτική δύναμη:
      • (Πόλ. Τρωάδ. 864), (Μαχ. 62824
      • εκφρ.
        • (1) λαός απεζός = πεζικό:
          • (Μαχ. 19231
        • (2) λας των αρμάτων = οπλίτες:
          • (Μαχ. 820
    • β) άμαχος πληθυσμός:
      • (Κορων., Μπούας 29).
  • 6)
    • α) Οπαδοί, πιστοί θρησκείας·
      • έκφρ. ο λαός του Κυρίου ή του Χριστού = οι χριστιανοί:
        • (Ιστ. πατρ. 1538· Τζάνε, Κρ. πόλ. 20016
    • β) λαϊκοί (σε αντίθεση προς τους κληρικούς):
      • (Έκθ. χρον. 2826
    • γ) (προκ. για εκκλ. αξιωματούχο) «ποίμνιο»:
      • ο γεριάς ο αλειμμένος να φταίσει εις αμαρτιά του λαού (Πεντ. Λευιτ. IV 3).

[αρχ. ουσ. λαός. Οι τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαός (II) ο,
βλ. λαγωός.
[Λεξικό Κριαρά]
λαοσυναξία η.
  • Κοσμοσυρροή:
    • πολλή λαοσυναξία, πλήθος ανδρών και γυναικών (Λίβ. Sc. 1181).

[<ουσ. λαός + σύναξις ‑ξη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες