Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Κονιάρης ο· Κοϊνάρης, (Συναδ. φ. 52r)· πληθ. Κοϊνάροι, (αυτ. φ. 51v).
-
- Απόγονος τουρκομανικής καταγωγής εποίκων που οι σουλτάνοι εγκατέστησαν στην ύπαιθρο της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, κ.α., στην πρώιμη τουρκοκρατία:
- (αυτ. φ. 83r).
[<σλαβ. konjar]
- Απόγονος τουρκομανικής καταγωγής εποίκων που οι σουλτάνοι εγκατέστησαν στην ύπαιθρο της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, κ.α., στην πρώιμη τουρκοκρατία: