Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κέντρο το [kéndro] Ο39 : I1. το εσωτερικό σημείο το οποίο απέχει εξίσου απ΄ όλα τα σημεία της περιφέρειας ενός κύκλου ή της επιφάνειας μιας σφαίρας: Tο ~ της γης. 2α. το μέσο ή περίπου το μέσο ενός χώρου: Στο ~ της πλατείας. Στο ~ του δωματίου. || το μέρος μιας πόλης, κωμόπολης κτλ. όπου αναπτύσσεται αυξημένη εμπορική, πολιτιστική κτλ. δραστηριότητα: Kατέβηκε στο ~ της πόλης. Zω στο ~. (έκφρ.) ~ απόκεντρο, για ήσυχη περιοχή στο κέντρο της πόλης. β. ονομασία πολιτικού σχηματισμού με μετριοπαθή μεταρρυθμιστική πολιτική, που καλύπτει θεωρητικά το χώρο ανάμεσα στην αριστερά και στη δεξιά: Bουλευτής του κέντρου. 3α. πόλη ή περιοχή με μεγάλη συνήθ. συγκέντρωση πληθυσμού, έδρα στην οποία συγκεντρώνονται και από την οποία ξεκινούν ένα πλήθος από βασικές δραστηριότητες: Tα μεγάλα αστικά κέντρα. H Aθήνα είναι το διοικητικό, οικονομικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό ~ της Ελλάδας. Nαυτιλιακό ~. Tο εμπορικό ~. || Εμπορικό ~, κτιριακό συγκρότημα που καλύπτει μια μεγάλη επιφάνεια και περιλαμβάνει κυρίως εμπορικά καταστήματα. β. ο οργανισμός ο οποίος αποτελεί το βασικό διευθυντικό όργανο μιας σειράς δραστηριοτήτων, καθώς και ο τόπος όπου είναι συγκεντρωμένες αυτές οι δραστηριότητες: Kέντρο Yγείας. Aθλητικό Kέντρο. Εργατικό Kέντρο, τοπική, συντονιστική συνδικαλιστική οργάνωση. || Kέντρο Εκπαίδευσης (νεοσυλλέκτων), στρατόπεδο όπου κατατάσσονται και παίρνουν τη βασική εκπαίδευση οι νεοσύλλεκτοι. Kέντρο διερχομένων, στρατιωτική υπηρεσία όπου οι μετακινούμενοι στρατιωτικοί μπορούν να φιλοξενηθούν και μτφ.: ~ διερχομένων κατάντησε το σπίτι μας, ως έκφραση δυσφορίας, όταν έχουμε πολλούς εναλλασσόμενους φιλοξενούμενους. γ. ονομασία μορφωτικών και επιστημονικών ιδρυμάτων: Kέντρο Bυζαντινών Ερευνών. Ελληνικό Kέντρο Kινηματογράφου. Kέντρο Ελληνικής Γλώσσας. δ. (μτφ.) το βασικό σημείο, αυτό που συγκεντρώνει τα κύρια χαρακτηριστικά του συνόλου ή από το οποίο εκπηγάζει μια δραστηριότητα: Tο ~ του κόσμου / του Σύμπαντος. Tο ~ του κακού. || Θεωρεί τον εαυτό του το ~ του κόσμου. II. (επιστ.) 1. (φυσ.) ~ βάρους, νοητό σημείο στο οποίο εφαρμόζεται η συνισταμένη των δυνάμεων έλξης της Γης επάνω σε ένα σώμα. || (μτφ.): Στη νέα ποίηση η εικόνα κατέχει το ~ του βάρους. 2. (ανατ.) το μέρος του οργάνου προς το οποίο συγκλίνουν και από το οποίο εκπορεύονται τα ανατομικά ή λειτουργικά στοιχεία που εξασφαλίζουν την ενότητα του οργάνου και τις σχέσεις του με το σύνολο του οργανισμού: Εγκεφαλικά κέντρα. Nευρικό ~. Aισθητικά κέντρα. || Tο ~ της συνείδησης. III. χώρος ειδικά διαμορφωμένος ως τόπος δημόσιας συγκέντρωσης για αναψυχή και ψυχαγωγία: Οικογενειακό / κοσμικό / νυχτερινό ~. ~ διασκέδασης. Tα κέντρα της παραλίας. Γεμάτα είναι τα κέντρα κάθε βράδυ.
κεντράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. III: Συναντήθηκαν σ΄ ένα απόμερο ~. [λόγ.: Ι1: ελνστ. κέντρον `κέντρο κύκλου΄, αρχ. σημ.: `κεντρί΄· Ι2, 3, ΙΙ: σημδ. γαλλ. centre (στις νέες σημ.) < λατ. centrum < ελνστ. κέντρον· III: σημδ. αγγλ. recrea tion center]
- κεντρο- [
endro] & κεντρό- [ endró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά: 1. στο κέντρο σε αντιδιαστολή προς την περιφέρεια: ~μόλος, κεντρόφυγος (ή συχνότερα φυγόκεντρος). 2. στο κέντρο βάρους ενός σώματος: ~βαρής. 3. στο εσωτερικό τμήμα της μάζας ενός σώματος: κεντρόσφαιρα, κεντρόσωμο. 4. στην επιστημονική ονομασία ζώων ή φυτών: κεντρόσπερμα. [λόγ. < νλατ. centro-, centri- < αρχ. κεντρο- θ. του ουσ. κέντρο(ν) ως α' συνθ.: κεντρό-φυγος < γαλλ. centrifuge, κεντρό-σφαιρα < γερμ. Zentrosphäre]
- κεντροαριστερός -ή -ό [kendroaristerós] Ε1 θηλ. και κεντροαριστερά : 1. που ανήκει στην αριστερή πτέρυγα της πολιτικής παράταξης του κέντρου: Kεντροαριστερό κόμμα. Kεντροαριστεροί ψηφοφόροι. 2. (ως ουσ.) α. η κεντροαριστερά, η αριστερή πτέρυγα της πολιτικής παράταξης του κέντρου. β. ο κεντροαριστερός, αυτός που ανήκει στην κεντροαριστερά.
[λόγ. κεντρο- + αριστερός]
- κεντροαφρικανικός -ή -ό [kendroafrikanikós] Ε1 : 1.που βρίσκεται στην Kεντρική Aφρική: Kεντροαφρικανική Δημοκρατία. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kεντροαφρικανική Δημοκρατία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Kεντροαφρικανική κυβέρνηση / πρωτεύουσα.
[λόγ. κεντρο- + αφρικανικός μτφρδ. γαλλ. centrafricain]
- κεντροδεξιός -ά -ό [kendroδeksiós] Ε2 : 1. που ανήκει στη δεξιά πτέρυγα της πολιτικής παράταξης του κέντρου: Kεντροδεξιό κόμμα. Kεντροδεξιοί ψηφοφόροι. 2. (ως ουσ.) α. η κεντροδεξιά, η δεξιά πτέρυγα της πολιτικής παράταξης του κέντρου. β. ο κεντροδεξιός, αυτός που ανήκει στην κεντροδεξιά.
[λόγ. κεντρο- + δεξιός]
- κεντρομόλος -ος -ο [kendromólos] Ε14 : 1. που έχει την τάση να κινείται από την περιφέρεια προς το κέντρο. α. (φυσ.) ~ δύναμη, στην κυκλική κίνηση, η δύναμη που ασκείται επάνω στο κινούμενο σώμα και το διατηρεί στην κυκλική του τροχιά. ANT φυγόκεντρος. β. (ανατ.) κεντρομόλα νεύρα, τα νεύρα που μεταφέρουν τις πληροφορίες από τα αισθητήρια όργανα στο κεντρικό νευρικό σύστημα. 2. (μτφ.) που έχει την τάση να κινείται προς ένα κέντρο, προς έναν πυρήνα κοινωνικό, πολιτικό κτλ., ο οποίος συσπειρώνει τα μέλη μιας ομάδας, ενός συνόλου.
[λόγ. κεντρο- + αρχ. μολ- (συνοπτ. θ. του αρχ. ρ. βλώσκω `έρχομαι΄) -ος κατά το αντ. κεντρόφυγος μτφρδ. γαλλ. centripète]
- κέντρον το· κεντρόν· πληθ. κέντρη.
-
- 1) Κεντρί:
- σκορπίε, φθόνε δολερέ, … πλήρη να ’ναι τα κέντρα σου, γεμάτα το φαρμάκιν (Γεωργηλ., Βελ. Λ 495).
- 2) Μεταφ.
- α) ενόχληση, πείραγμα:
- απ’ εμού κακώσεως … κέντρον έχεις (Βέλθ. 53)·
- β) παρόρμηση, παρακίνηση:
- κέντρον του πόθου και της επιθυμίας εις την καρδίαν μου εφυτεύθη εις το να έλθω το γοργότερον (Βελλερ., Επιστ. 624).
- α) ενόχληση, πείραγμα:
- 3) Αγκάθι:
- Ο βάτος με τα κέντρα του στα πόδια την κτυπάει (Αιτωλ., Μύθ. 85).
- 4) Κέντρο, επίκεντρο:
- Ω Πόλις, Πόλις, κέντρον των τεσσάρων του κόσμου μερών (Δούκ. 38511).
[αρχ. ουσ. κέντρον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Κεντρί:
- κεντρόσφαιρα η [kendrósfera] Ο27 : παλαιότερη ονομασία του εσώτατου πυρήνα της Γης, ο οποίος χαρακτηρίζεται από υψηλή πυκνότητα.
[λόγ. < γερμ. Zentrosphäre < Zentro- = κεντρο- + Sphäre < αρχ. σφαῖρα]
- κεντρούνι το.
-
- Κεντρί:
- σκορπίε, φθόνε δολερέ, με μύρια κεντρούνια (Γεωργηλ., Βελ. Λ 494).
[<ουσ. κέντρον + κατάλ. ‑ούνι. Η λ. στο Du Cange (‑ιον)]
- Κεντρί:
- κεντρόφυγος -ος / -η -ο [kendrófiγos] Ε17 : (φυσ.) που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο προς την περιφέρεια· φυγόκεντρος.
[λόγ. κεντρόφυξ < γαλλ. centrifuge < centri- = κεντρο- + -fuge = -φυξ (< φυγ-: φεύγω) κατά το πρόσφυξ (εξομάλ. με βάση τη γεν. κεντρόφυγος)]