Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Κάρδαμος ο.
-
- Προσωποπ. του ουσ. κάρδαμον:
- (Πωρικ. I 65).
- Προσωποπ. του ουσ. κάρδαμον:
[Λεξικό Κριαρά]
- καρδαμόσπορος ο.
-
- O σπόρος του φυτού κάρδαμο:
- (Iατροσόφ. 9723).
[<ουσ. κάρδαμον + σπόρος. Oυδ. ‑ον στο Somav.]
- O σπόρος του φυτού κάρδαμο: