Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιστορισμός ο [istorizmós] Ο17 : η άποψη η οποία, κατά τη θεώρηση και ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων και των πνευματικών δημιουργημάτων, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση τους με τις ιστορικές συνθήκες· ιστοριοκρατία: Mαρξιστικός ~.
[λόγ. < γερμ. Historismus, Historicismus < Historie < λατ. historia < αρχ. ἱστορία (-ismus = -ισμός)]