Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Iσραηλίτης ο [izrailítis] Ο10 θηλ. Iσραηλίτισσα [izrailítisa] Ο27 : αυτός που κατάγεται από την εβραϊκή φυλή και πιστεύει στην εβραϊκή θρησκεία, ανεξάρτητα από το κράτος του οποίου είναι πολίτης· (πρβ. Εβραί ος, Iσραηλινός): Οι Iσραηλίτες της Θεσσαλονίκης.
[λόγ. < γαλλ. israél(ite) -ίτης < ελνστ. ἡ Ἰσραηλῖτις `Iσραηλίτισσα΄· Iσραηλίτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- Ισραηλίτης ο· Ισδραηλίτης· ’Σραηλίτης.
-
- Αυτός που ανήκει στο λαό του Ισραήλ, Εβραίος:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 2089).
[μτγν. εθν. Ισραηλίτης. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που ανήκει στο λαό του Ισραήλ, Εβραίος: