Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Ισραήλ ο· Ισραέλ.
-
- Ο εβραϊκός λαός:
- (Δεφ., Σωσ. 11)·
- τα παιδιά του Ισραέλ (Πεντ. Έξ XXX 16).
[μτγν. ουσ. Ισραήλ]
- Ο εβραϊκός λαός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισραηλινός -ή -ό [izrailinós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο σύγχρονο κράτος του Iσραήλ, που προέρχεται ή κατάγεται από αυτό: H ισραηλινή κυβέρνηση. Tο ισραηλινό κράτος. Iσραηλινά αεροπλάνα βομβάρδισαν παλαιστινιακά χωριά. 2. (ως ουσ.) ο Iσραηλινός, θηλ. Iσραηλινή, ο πολίτης του σύγχρονου κράτους του Iσραήλ, ανεξάρτητα από το θρήσκευμά του· (πρβ. Iσραηλίτης, Εβραίος). || (ως επίθ.): Iσραηλινοί στρατιώτες / πολίτες.
[λόγ. Iσραήλ -ινός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Iσραηλίτης ο [izrailítis] Ο10 θηλ. Iσραηλίτισσα [izrailítisa] Ο27 : αυτός που κατάγεται από την εβραϊκή φυλή και πιστεύει στην εβραϊκή θρησκεία, ανεξάρτητα από το κράτος του οποίου είναι πολίτης· (πρβ. Εβραί ος, Iσραηλινός): Οι Iσραηλίτες της Θεσσαλονίκης.
[λόγ. < γαλλ. israél(ite) -ίτης < ελνστ. ἡ Ἰσραηλῖτις `Iσραηλίτισσα΄· Iσραηλίτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- Ισραηλίτης ο· Ισδραηλίτης· ’Σραηλίτης.
-
- Αυτός που ανήκει στο λαό του Ισραήλ, Εβραίος:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 2089).
[μτγν. εθν. Ισραηλίτης. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που ανήκει στο λαό του Ισραήλ, Εβραίος:
[Λεξικό Κριαρά]
- ισραηλιτικός, επίθ.
-
- Που κατάγεται από τον Ισραήλ:
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 39332).
[μτγν. επίθ. ισραηλιτικός. Η λ. και σήμ.]
- Που κατάγεται από τον Ισραήλ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]