Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιρανικός -ή -ό [iranikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο Iράν ή στους Iρανούς· (πρβ. περσικός): H ιρανική επανάσταση του 1979. || (ειδ.) ιρανικές γλώσσες, κλάδος της ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας στον οποίο ανήκουν η ζενδική, η αρχαία και νεότερη περσική, η αφγανική και άλλες γλώσσες της περιοχής.
[λόγ. Iράν -ικός < γαλλ. Iran < περσ. īrān]