Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Ευρώπη η [evrópi] Ο30 (χωρίς πληθ.) : 1.μία από τις έξι ηπείρους. || (ειδικότ.) τα προηγμένα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. || (οικ.) η Ευρωπαϊκή Ένωση: H ένταξή μας στην ~. 2. θετικός χαρακτηρισμός για χώρα ή για τόπο που προηγούνται πολιτιστικά και οικονομικά: Εδώ είναι ~. Πρέπει να γίνουμε ~.
[λόγ. < αρχ. Εὐρώπη (στη σημ. 1)]