Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ενετός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
Ενετός ο.
  • Ο κάτοικος της Βενετίας:
    • (Ζήν. Πρόλ. 63).

[αρχ. εθν. Ενετός (Steph., λ. Ενετίς). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες