Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Εδέμ η [eδém] Ο (άκλ.) : στην Π. Διαθήκη, ο τόπος όπου ήταν ο παράδεισος των πρωτοπλάστων: Ο Θεός θα μεταμορφώσει την επίγεια διαμονή του ανθρώπου σε κήπο της ~. || ως χαρακτηρισμός τόπου ειδυλλιακής ομορφιάς, αγνότητας και ευδαιμονίας· (πρβ. επίγειος παράδεισος).
[λόγ. < ελνστ. Ἐδέμ < εβρ. ῾ēdhen (φανταστικό τοπων. για την περιοχή όπου ήταν ο κήπος)]