Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Διονύσια τα [δionísia] Ο40 : γιορτή στην αρχαία Aθήνα προς τιμήν του θεού Διόνυσου: Tα μεγάλα / τα κατ΄ αγρούς ~.
[λόγ. < αρχ. Διονύσια (ενν. ἱερά)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διονυσιάζομαι [δionisiázome] Ρ2.1β : κατέχομαι από διονυσιασμό.
[λόγ. < ελνστ. ενεργ. διονυσιάζω `γιορτάζω τα Διονύσια΄ μέσο κατά το ενθουσιάζομαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διονυσιακός -ή -ό [δionisiakós] Ε1 : α. που έχει σχέση με το θεό Διόνυσο: Διονυσιακή λατρεία. β. που έχει σχέση με τη λατρεία του Διονύσου: Διονυσιακές γιορτές. Διονυσιακό πνεύμα, οργιαστικό. ANT απολλώνειο.
[λόγ. < αρχ. διονυσιακός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διονυσιασμός ο [δionisiazmós] Ο17 : έκσταση που καταλάμβανε τους οπαδούς του Διονύσου. || (επέκτ.) κατάσταση οργιαστικού ενθουσιασμού και ευθυμίας.
[λόγ. διονυσιασ- (διονυσιάζομαι) -μός]