Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γλυκάνισος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
Γλυκάνισος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. γλυκάνισον το (μτγν.) ή ος ο (Meursius, νησσος, και σήμ.):
    • (Πωρικ. III 44).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες