Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Βούλγαρος ο· Βόλγαρος· Βούργαρος· Βούρκαρος.
-
- Βούλγαρος:
- (Ερμον. Γ 238), (Χρον. Μορ. H 1215).
[<τουρκ. Bulğar (Mor. II 104· για τη λ. βλ. αυτ. 100-6). Ο τ. Βούργ‑ και σήμ. Ο τ. Βούρκ‑ και σήμ. κυπρ. Η λ. τον 5. αι. (DGE, λ. ‑οι) και σήμ.]
- Βούλγαρος: