Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Βούλγαρης ο.
-
- Βούλγαρος:
- (Χρον. σουλτ. 7512).
[<ουσ. Βούλγαρος. Για τη λ. (σήμ. ιδιωμ.) βλ. Mor. ΙΙ 103-4]
- Βούλγαρος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. Βούλγαρος. Για τη λ. (σήμ. ιδιωμ.) βλ. Mor. ΙΙ 103-4]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |