Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αύρα η.
-
- 1) (Mεταφ.) ορμητική, σφοδρή και θερμή πνοή:
- από αύρας της καρδιάς μου ελάλησα θυμούμενος απρεπείς τινες λόγους (Aναγν., Στ. πολιτ. 12).
- 2) Kαυστική πνοή ανέμου:
- (Kυπρ. ερωτ. 318).
[αρχ. ουσ. αύρα. H λ. και σήμ.]
- 1) (Mεταφ.) ορμητική, σφοδρή και θερμή πνοή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αύρα [ávra] η, (L)
- ① light or softly-blowing wind, breeze, zephyr (syn αεράκι, ζέφυρος, άχνα):
- ~ ανάλαφρη, βραδινή, γλυκιά, δροσερή, θερμή |
- ~ από τριαντάφυλλα |
- ~ της αυγής |
- θαλάσσια ~ sea breeze (syn μπάτης) |
- απόγεια ~ land breeze |
- η ~ μάς χάιδευε τα πρόσωπα (Ouranis) |
- ευλογημένο μέρος για μεσημεριάτικον ύπνο, καθώς το δροσίζουν όλες οι βουνήσιες αύρες (ChZalokostas) |
- poem και εις την ~ κυματίζουν | μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά (Solom) |
- των λουλουδιών τα πέταλα θαρρείς οι αύρες παίρνουν (Gryparis)
- ② fig light or pleasant emanation or quality, waft, breath, breeze (syn πνοή):
- φυσούσαν και οι λατινικές αύρες, φέρνοντας ως εκεί τη γύρη του πολιτισμού (Ouranis) |
- θ' αρχίσουμε όλοι ν' αναπνέουμε την ~ της απολυτρώσεως (Petsalis) |
- τα ποιήματά του .. μας φέρνουν στο πρόσωπο .. μια φευγαλέα λυρική ~ (Chatzinis) |
- τους γόους του [Προμηθέα] έρχεται να δροσίσει η ~ του τραγουδιού των Ωκεανίδων (Giatras) |
- poem .. της καλοσύνης ποιος σου 'μαθε | την ~ όπου διαβαίνεις να σκορπάς; (Skipis)
[fr postmed, MG αύρα ← K, AG]
- ① light or softly-blowing wind, breeze, zephyr (syn αεράκι, ζέφυρος, άχνα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αύρα [ávra] η,
- ① AG myth. swift companion of Artemis and lover of Dionysus
- ⓐ pl Aύρες daughters of the North Wind:
- αγάλματα που εικονίζουν Nηρηίδες ή Aύρες
- ② f pers-n:
- "Tι αγαπάς, Γιωργούλη, περσότερο;" "Tη θείτσα ~" (Myrtiotissa)
[der of αύρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αύρα 1 η [ávra] Ο25 : ελαφρός και δροσερός άνεμος ελάχιστα αισθητός: Θαλασσινή ~, ο μπάτης. Στεριανή ~.
[λόγ. < αρχ. αὔρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αύρα 2 η : 1.στις απόκρυφες επιστήμες, είδος φωτοστέφανου που τυλίγει το ανθρώπινο σώμα και είναι ορατό μόνο στους μυημένους. 2. (μτφ.) ατμόσφαιρα που περιβάλλει ένα άτομο.
[λόγ. < αύρα 1 σημδ. γαλλ. aura < λατ. aura < αρχ. αὔρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αύρα 3 η : ελαφρύ, αστυνομικό θωρακισμένο τροχοφόρο.
[λόγ. < αύρα 1 ίσως επειδή είναι ελαφρύτερο από τα θωρακισμένα με ερπύστριες]