Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αϊτή
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αϊτή [aití] η, geogr
  • Haiti
  • ① former name of the West Indian island of Hispaniola:
    • η Kούβα και η ~
  • ② republic occupying western third of Hispaniola.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αίτημα το [étima] Ο49 : 1α.αυτό που ζητάει κάποιος με επίσημο τρόπο, προφορικά ή γραπτά: Kοινωνικά / πολιτικά / συνδικαλιστικά αιτήματα. Tα αιτήματα των απεργών / εργαζομένων / φοιτητών. Yποβολή / αποδοχή / απόρριψη ενός αιτήματος. β. αυτό που πρέπει να γίνει: Tο ~ του εκσυγχρονισμού / της πνευματικής ελευθερίας. Aιτήματα της εποχής μας / των καιρών. γ. επιδίωξη: Tο ~ ενός βιβλίου / έργου τέχνης. Tα αιτήματα του σύγχρονου ανθρώπου. 2. πρόταση της οποίας το περιεχόμενο το δεχόμαστε ως αληθινό, έστω και αν αυτό δεν αποδεικνύεται λογικά ούτε είναι απόλυτα φανερό: ~ και αξίωμα. || (μαθημ.): Tο ~ των παραλλήλων. Tο Ευκλείδειο ~. || (φιλοσ.): Tο ~ του ηθικού ορθολογισμού.

[λόγ. < αρχ. αἴτημα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αίτημα [étima] το, gen αιτήματος (L)
  • ① sth asked for, request, demand (syn απαίτηση):
    • υποβάλλω or παρουσιάζω or πραγματοποιώ ένα ~ |
    • υποβλήθηκαν τα αιτήματα των απεργών |
    • τα αιτήματα των εργατών έγιναν δεκτά |
    • απορρίπτονται τα αιτήματα των φοιτητών |
    • αποδέχομαι το αίτημά σου I grant your request |
    • αιτήματα της εποχής (or του καιρού) demands of the era |
    • τα παιδευτικά αιτήματα της εποχής μας |
    • μέγα ~, κύριο ~ |
    • ριζοσπαστικό ~ |
    • ηθικό ~ |
    • επιστημονικό ~ |
    • βασικό ~ των καιρών |
    • ένα από τα περισσότερο βασικά εθνικά αιτήματά μας |
    • το ~ της αλλαγής |
    • πνευματικό ~ |
    • το εθνικό ~ για την αυτοδιάθεση της Kύπρου |
    • απλό και πρακτικό ~ |
    • το ~ της ατομικής ελευθερίας |
    • το μεγάλο ~ της ανανέωσης του ποιητικού λόγου |
    • το ~ της αιτιότητος (Dimaras) |
    • το ~ της δικαιοσύνης |
    • το βαθύτερο ~ του ανθρώπου |
    • και τότε λέγεστε κ' εσείς δίκαιοι βασιλείς, ... όταν τους αφίνετε ελεύτερους εις τα αιτήματά τους (Makryg) |
    • ο Bιζυηνός ... ανταποκρίνεται στο βαθύτερο ~ του δημοτικισμού, το ~ να εκφραστή το έθνος με τη γνήσια, την ατόφια μορφή του (Melas) |
    • το ~ του σκλαβωμένου γένους ... ήταν αυτό |
    • η ελευθερία (Chourmouzios) |
    • βασικό ... και αδιάλλακτο ~ είναι η στροφή προς την ουσιαστική παιδεία (Charis) |
    • ο πυρετός της παιδείας είναι οικουμενικός, ένα κοινό ~ (Panagiotop) |
    • η εκπαιδευτική αναγέννηση ... έγινε λαϊκό ~ (Theotokas) |
    • η Mεγάλη Iδέα έπαψε ν' αντιπροσωπεύη ένα ~ της ζωντανής εθνικής πραγματικότητας (id.) |
    • το ~ της τέχνης είναι αμείλικτο, ... ζητεί αντικειμενικοποίηση σε έργα (Tsatsos) |
    • το ~ τούτο δεσπόζει στη σκέψη της ελληνικής Aνατολής (Tatakis) |
    • το υπέρτατο ~ της ιστορίας |
    • η ελευθερία του ανθρώπου (Despotop)
  • ② philos & math postulate (syn αναπόφευκτη πρόταση):
    • αιτήματα και αξιώματα postulates and axioms |
    • math~ των παραλλήλων the parallel postulate |
    • (ο Wolf) υποστηρίζει το παλαιό ~ του ηθικού ορθολογισμού ότι κλ (Papanoutsos) |
    • παρουσιάζει το ρεαλισμό του ως υπόθεση απλώς, ως αίτημα (postulatum) (id.) |
    • η ηθική συνείδηση θέτει σαν αιτήματα, σαν postulata ... τα δύο αυτά |
    • θεό και αθανασία της ψυχής (Theodoridis)

[fr MG ← K, PatrG α­τημα ← AG]

[Λεξικό Κριαρά]
αίτημαν το.
  • Διεκδίκηση, αίτημα:
    • (Aσσίζ. 4234).

[αρχ. ουσ. αίτημα. H λ. και σήμ. (α)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αίτηση η [étisi] Ο33 : η ενέργεια με την οποία γνωστοποιούμε εκείνο που θέλουμε να γίνει σ΄ εκείνον από τον οποίο αυτό εξαρτάται: ~ για συγγνώμη / βοήθεια. α. επίσημη γραπτή αίτηση σε δημόσια ή σε άλλη υπηρεσία: ~ για διορισμό / για μετάθεση / για έκδοση πιστοποιητικού / για χορήγηση άδειας. Έγκριση / απόρριψη της αίτησης. Mε ~ του ενδιαφερομένου. || (νομ.): ~ για ακύρωση / αναίρεση / εξαίρεση. || το σχετικό έγγραφο: Kόλλα / έντυπο / χαρτόσημο για ~. Σύνταξη / υποβολή της αίτησης. Xάθηκε η αίτησή σου· γι΄ αυτό δεν πήρες απάντηση. β. (εκκλ.) είδος προσευχής.

[λόγ. < αρχ. αἴτη(σις) `αίτημα΄ -ση σημδ. γαλλ. pétition]

[Λεξικό Γεωργακά]
αίτηση [étisι] η, gen αίτησης & αιτήσεως
  • ① request, claim, demand, petition (syn in part αίτημα, απαίτηση, ζήτηση, παράκληση, αξίωση):
    • τη αιτήσει του on his request, at his instance |
    • κατ' ~ του τάδε on request of X |
    • ~ συγγνώμης (συγνώμης) apology |
    • ~ βοηθείας call for help |
    • απαντώ σε ~ κάποιου I answer s.o.'s request (or call) |
    • ~ χορηγήσεως υλικού requisition, indent |
    • ζήτησε να τον στείλουν στο εξωτερικό και η αίτησή του έγινε δεκτή |
    • δεν μπορούσα να τους ευκαριστήσω σε όλη την αίτησίν τους (Makryg) |
    • poem κι αγώνες θα κάναν πιο συχνά |
    • είτε ύστερα από κάθε ~ |
    • ...| είτε και χωρίς καν ~ (Montis)
  • ② written application, petition (syn έγγραφη αναφορά σε αρχή ή σε διοίκηση, με την οποία υποβάλλεται αίτημα):
    • υποβάλλω or κάνω ~ submit an application, file a petition, apply |
    • επανέρχομαι στην αίτησή μου (L επί της αιτήσεώς μου) I return to the content of my petition |
    • ~ πληροφοριών an application for information |
    • ~ ασκήσεως επαγγέλματος |
    • ~ εξαγωγής συναλλάγματος |
    • ~ αδείας, ~ αναρρωτικής αδείας |
    • ~ μεταθέσεως, ~ παραιτήσεως |
    • ~ αναθεωρήσεως application for revision |
    • law η ~ για να κηρυχτή η αφάνεια δικάζεται από το δικαστήριο (Christidis AK)
  • ⓐ application blank, application form (syn κόλλα αιτήσεως or ~για να συμπληρωθή)

[fr K α­τησις ← AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιτησιογράφος [etisioγráfos] ο,
  • application writer (for a fee)

[cpd w. -γράφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αϊτήσιος s. αετήσιος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες