Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αχιλλέας [açiléas] ο, (& L Αχιλλεύς)
- ① AG lit Achilles:
- και πάλι ο Aχιλλέυς δεν ξεθυμώνει απόλυτα, δε βγαίνει ο ίδιος στη μάχη (Kanellop) |
- στο τέλος ο ~ σκοτώνει τον αντίπαλο (Kakridis)
- ② mod pers-n; dimin Aχιλλάκος
[fr kath Aχιλλεύς ← K (also pap), AG]
- ① AG lit Achilles: