Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αχαΐα [axaía] η, (& D Aχαγιά) (L) geogr
- province or prefecture in NPelop, Achaia:
- η ~ ονομάζουνταν πρωτύτερα Aιγιάλεια .. επειδή εκτείνουνταν απάνω εις τον αιγιαλό (Demetrieis) |
- τον Π. τον τουφέκισαν στην Aχαγιά, γιατί βρήκαν στο κατώι του έναν Eγγλέζο (GSaranti) [fr kath Aχαΐα ← K (also pap), AG (Thuc. etc) \Aχαΐα (this fr \Aχαι_ι*α); see Schwyzer, Griech. Gramm. 1.79; Kretschmer, Glotta 33
[1954], 1ff; in class. times Aχαιοί designates the people settled in the N of Pelop (the term applies also to a tribe in Thessaly); cf Chantraine, Dict. ὐt. 1.149]
- province or prefecture in NPelop, Achaia: