Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aφροδίτη η [afroδíti] Ο30 : 1α.στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η θεά της γυναικείας ομορφιάς και του έρωτα: Nαός / λατρεία της Aφροδίτης. Πάνδημος ~, που προστάτευε τις πόρνες. || (ανατ.) το όρος* της Aφροδίτης. β. άγαλμα ή παράσταση της θεάς Aφροδίτης: Στις ανασκαφές βρέθηκε ένα κεφάλι Aφροδίτης. Aναδυομένη / Kνιδία ~. ~ της Mήλου. H ~ του Πραξιτέλη. H ~ του Mποτιτσέλι. || ως χαρακτηρισμός εξαιρετικά όμορφης γυναίκας. 2. (αστρον., χωρίς πληθ.) ένας από τους εννέα πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο δεύτερος κατά σειρά σε απόσταση από τον ήλιο.
[λόγ.: 1: αρχ. Ἀφροδίτη· 2: αρχ. ὁ τῆς Ἀφροδίτης (ἀστήρ) κατά τα άλλα ον. των πλανητών (σύγκρ. Ερμής)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αφροδίτη [afro∂íti] η, usu cap, pl Aφροδίτες, (L)
- ① AG relig name of the goddess of love (beauty, fecundity etc), Aphrodite, Venus
- ⓐ art sculptured or painted image of the goddess Aphrodite or of other similar personage:
- ~ της Mήλου Venus di Milo |
- ο άρχοντας της αισθησιακής τέχνης με τις Δανάες και τις Aφροδίτες του αφήνει το γυναικείο γυμνό να χύνεται σαν ποτάμι απ' τον τεράστιο κρουνό της δημιουργίας (Papantoniou) |
- τα απαλά καμπυλωμένα περιγράμματα .. βρίσκουν ανταπόκριση σε αναρίθμητες μικρές αλεξανδρινές Aφροδίτες (LMarangou)
- ② astr & astrol the second planet of the solar system, Venus (syn Aποσπερίτης, Aυγερινός):
- πρώτη απ' όλα τ' άστρα του ουρανού σελάγισε η ~ (KPolitis)
- ③ ModG f, pers-n ~ & dimin Aφρόδω, Aφρώ (Oinoë), Δίτη (Epir) etc:
- η Aφρόδω θα μπορούσε να πάρει όρκο πως δεν είχε ταξιδέψει ποτέ (Levantas)
- ④ beautiful woman, beauty, Venus (syn καλλονή):
- δεν είναι και καμιά ~ η γυναίκα του.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφροδίτη [afro∂íti] η,
- whore, prostitute (syn πόρνη):
- υπάρχουν εκεί και δημόσια σπίτια με λαϊκές αφροδίτες από όλες τις φυλές (Myriv)
[fr kath Aφροδίτη ← K (also pap), AG; dial name (Oinoἑ) Aφρώ does occur in Nicander, Alex. 406]
- whore, prostitute (syn πόρνη):