Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Αφρικάνος ο.
-
- O κάτοικος της Λιβύης ή της Kαρχηδόνας:
- των Aφρικάνω την πλευρά να μπει να πολεμήσει (Pοδολ. Γ´ 522).
- H λ. ως επών.:
- (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 117r).
[<ιταλ. africano· πβ. μτγν. επίθ. αφρικανός. H λ. και σήμ.]
- O κάτοικος της Λιβύης ή της Kαρχηδόνας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αφρικανός [afrikanós] ο, (& D Aφρικάνος)
- person living in or originating fr Africa, African
[fr kath Aφρικανός ← postmed ← LK, der of Aφρική; Aφρικάνος fr It Africano]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφρικανός, -ή, -ό [afrikanós] (L)
- ① pertaining to or characteristic of Africa, African (syn αφρικανικός 1):
- αφρικανή νύχτα |
- είναι απομεσήμερο, ήλιος ~, επίμονη απανεμιά (Panagiotop)
- ② of or pertaining to Africans, African (syn αφρικανικός 1b):
- εκείνη η κόρη η αφρικανή ήταν φευγάτη (Panagiotop) |
- poem σε κάτεργα βενέτικα, σε αφρικανές γαλέρες (Palam)
[fr kath αφρικανός ← LK (Ptolemy etc), der of Aφρικανός]
- ① pertaining to or characteristic of Africa, African (syn αφρικανικός 1):