Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αυστριακός [afstriakós] ο, (L)
- Austrian:
- οι Aυστριακοί ήταν εχτροί, που έπρεπε να νικηθούν (Karagatsis) |
- έμεινε φυλακισμένος από τους Aυστριακούς έως τα 1825 (Angelou) |
- in adj function Aυστριακοί επίσημοι |
- Aυστριακοί κριτικοί, σοφοί
[substantiv. m of αυστριακός]
- Austrian:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυστριακός -ή -ό [afstriakós] Ε1 : που αναφέρεται, ανήκει στην Aυστρία ή προέρχεται από αυτήν: Aυστριακή κυβέρνηση / βουλή / βιομηχανία. Aυστριακή πρωτεύουσα, η Bιέννη. Προϊόντα αυστριακής προέλευσης. ~ στρατός / πολίτης. Aυστριακές Άλπεις. || (ως ουσ.) ο Aυστριακός, θηλ. Aυστριακή, που κατάγεται από την Aυστρία ή κατοικεί στην Aυστρία: Παντρεύτηκε μιαν Aυστριακή.
[λόγ. Aυστρί(α < μσνλατ. Austria) -ακός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυστριακός, -ή, -ό [afstriakós] (L)
- of or pertaining to Austria or the Austrians, Austrian (syn αουστριακός):
- ~ λαός |
- αυστριακή πρωτεύουσα |
- αυστριακή αστυνομία, πρεσβεία |
- αυστριακή επαρχία, οικογένεια |
- αυστριακές αρχές |
- αυστριακές Άλπεις |
- αυστριακό έδαφος, θέατρο, καράβι, κράτος, σπίτι |
- οι επαφές του με τους Γάλλους έχουν ξυπνήσει τα λαγωνικά της αυστριακής κατασκοπείας (Melas) |
- πρόκειται για ειδικό ρυθμό, .. που έχει την πηγή του στο αυστριακό μπαρόκο (Papatsonis) |
- είχε προσφέρει .. στ' αυστριακά στρατεύματα .. σημαντικές υπηρεσίες (Vranousis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυστριακός, der of Aυστρία; cf obsol αουστριακός]
- of or pertaining to Austria or the Austrians, Austrian (syn αουστριακός):