Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αυστριακή [afstriací] η, (L) (& D Aυστριακιά)
- :
- παντρεύτηκε ~ κρατώντας ωστόσο κι εκείνος την ελληνική υπηκοότητα (Petsalis) |
- έμαθες πως η Aυστριακιά σου έκανε το γιο; (Tsirkas) |
- in adj function ένα ευγενικό φιλοφρόνημα γίνεται κατόπι προς την ωραία μνήμη της Eλισάβετ, της Aυστριακής αυτοκράτειρας (Athanasiadis-N)
[substantiv. f of αυστριακός]