Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ατθίδα [atθí∂a] η, (L) (& Ατθίς)
- :
- έντυνε όλες τις κομψές Ατθίδες και τις καπέλωνε (Skouzes) |
- η επιδερμίδα της δεν πρόφτασε να χάσει εκείνο το ματ σταρένιο χνούδι των Aτθίδων (Tsirkas)
[fr kath Ατθίς ← Κ, AG Aτθίς, daughter of king Kranaos of Attica]