Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ασωπός [asopós] ο, geogr
- river in Boeotia:
- πίεζε .. τον EΛAΣ να τινάξει στον αέρα τη γέφυρα του Aσωπού (ChZalokostas)
[fr kath Aσωπός ← K, AG Aσωπός]
- river in Boeotia: