Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αστυπάλαια [astipálea] η, (L) (also Aστυπαλιά & [dial] Aστροπαλιά) geogr
- island in the WDod:
- η Aστροπαλιά είναι το δυτικότερο νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος (Varelas)
[fr K, AG Aστυπάλαια, cpd of άστυ & παλαιός; form Aστροπ- by folket]
- island in the WDod: