Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ασπασία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
Ασπασία [aspasía] η, pers-n, short. Άσπα

[fr K, AG, substantiv. f of ἀσπάσιος 'welcome, dear']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες