Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ασιάτισσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
Ασιάτισσα [asiátisa] η, (L)
  • Asian woman (syn Aσιάτιδα):
    • την προσοχή .. όλων μαγνήτισαν απαρχής οι Aσιάτισσες κι οι Aφρικανίδες (Kesmeti)

[fr kath Aσιάτισσα, der of Aσιάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες