Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αρσάκειο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
Αρσάκειο [arsácio] το, (L)
  • name of high school and teachers' training school for girls (in Athens):
    • έδωσε ο Aρσάκης για να χτιστεί μεγάλο παρθεναγωγείο, το είπαν ~(Petsalis) |
    • όλες μου οι συμμαθήτριες απ' τ' ~ έχουν γεράσει (Tachtsis)

[fr kath (neol Koumanoudis) Aρσάκειον (sc παρθεναγωγείον), der of Aρσάκης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες