Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρετό s. Aρετή.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρετολογία s. αρεταλογία.
[Λεξικό Κριαρά]
- αρετοστολισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Στολισμένος με προτερήματα, γεμάτος προσόντα:
- (Tζάνε, Φιλον. 58721).
[<ουσ. αρετή + μτχ. παρκ. του στολίζω]
- Στολισμένος με προτερήματα, γεμάτος προσόντα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρετούσα [aretúsa] η,
- name of heroine of the postmed poem Erotokritos by V. Kornaros:
- folks. ξένος για σένα κ' έρημος στον κόσμο εγυρνούσα, | καθώς ο Eρωτόκριτος διά την ~
[der of Aρετή]
- name of heroine of the postmed poem Erotokritos by V. Kornaros: