Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρδηττός [ar∂itós] ο, topon
- name of a hill in Athens:
- το τμήμα χωροφυλακής, που κατέχει τον Aρδηττό, ζητάει τον συνταγματάρχη M. στο τηλέφωνο (ChZalokostas, adapted)
[fr kath Aρδηττός ← K, AG Aρδηττός]
- name of a hill in Athens: