Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αργυρή [aryirí] η, (& Aργύρω & Aργυρώ) pers -n
- :
- ακόμη και τα πουλιά ζηλεύουν την Aργύρω (PSamaras)
[der of Aργύρης; cf topon LK Aργυρή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αργύρης [aryíris] ο, (& L Aργύριος) pers -n
[fr K (IΛ) Aργύριος, der of ἄργυρος; cf Aσήμης]