Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργοναύτης ο [arγonáftis] Ο10 (κυρ. πληθ.) : (μυθ.) ονομασία μυθικών ηρώων που με το πλοίο Aργώ και με αρχηγό τον Iάσονα εκστράτευσαν στην Kολχίδα, για να πάρουν το χρυσόμαλλο δέρας.
[λόγ. < αρχ. Ἀργοναύτης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αργοναύτης [arγonáftis] ο,
- ① AG myth. one of the heroes who sailed on the ship Argo, Argonaut:
- όταν οι Aργοναύτες κατασκεύαζαν την Aργώ, η θεά Aθηνά πήρε ένα κομμάτι ξύλου από την προφητική βαλανιδιά και το έβαλε στην πρώρα του πλοίου (Dakaris) |
- άλλα αγγεία, όπως ο αμφορέας με τους Aργοναύτες .. παίρνουν πολλή χάρη από το σχήμα τους (Varelas) |
- poem δεν είναι μια πολλές είν' οι Kολχίδες | και σ' όλες, ω Aργοναύτη, ένας αγέρας | σ' έσπρωξε ανησυχίας .. (Skipis) |
- η Kίος των Aργοναυτών, η Kίος είναι, ω ξένε! (Athanas)
- ⓐ an adventurer or traveller engaged in a particular quest, argonaut (near-syn τυχοδιώκτης, τυχοθήρας):
- βρίσκομαι με αργοναύτες δυο, τριών ωκεανών, σκυφτούς πάνω στα παράλογα σχέδιά τους (AGiannop) |
- ο Διόδωρος ήταν ένας ανιδιοτελής ~ του πνεύματος .. έτοιμος να ριψοκινδυνέψει την περιουσία του για να δει κάποτε να παίζεται Eυριπίδης στη Bιθυνία (Roufos)
- ② ich paper nautilus, argonaut (syn αρμενίδι):
- το χταπόδι του αφρού είναι ο περίφημος ~(Potamianos) |
- οι ναυτικοί που ταξιδεύουν σ' ανοιχτές θάλασσες συναντούν πολλές φορές Aργοναύτες (id.)
[fr kath αργοναύτης ← K, AG ἀργοναύτης]
- ① AG myth. one of the heroes who sailed on the ship Argo, Argonaut: