Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αρίων
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αρίων [aríon] ο, (& D Aρίωνας) (L)
  • name of legendary Greek poet (7th c. BC), Arion

[fr kath Aρίων ← K, AG Aρίων]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριώνω [ariόno] region.
  • become less dense, thin (down) (syn αναριεύω 2):
    • όταν άρχισαν ν' αριώνουν τα σκοτάδια, αποχαιρέτησε την Xρύσω ο Kώστας (Christovasilis) |
    • επάνω μεσημεριάζει και αριώνουν τα δέντρα (IDragoumis)

[der of αραιώνω; cf postmed (Somavera) αναριώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες