Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόστολος ο [apóstolos] Ο19 : 1α.(εκκλ.) Aπόστολος, καθένας από τους δώδεκα μαθητές του Xριστού που κήρυξαν το Ευαγγέλιο και διέδωσαν το χριστιανισμό: Οι άγιοι ή οι δώδεκα Aπόστολοι. Ο Aπόστολος Aνδρέας / Πέτρος / Iωάννης. Ο Aπόστολος των Εθνών / της αγάπης, ο Aπόστολος Παύλος. ΠAΡ έκφρ. δώδεκα Aπόστολοι καθένας* με τον πόνο του. || (ως επιφ.): Xριστός* κι Aπόστολος. β. εκκλησιαστικό βιβλίο με περικοπές από τις Πράξεις και τις Επιστολές των Aποστόλων. || η περικοπή που διαβάζεται πριν από το ευαγγελικό ανάγνωσμα: Ο αναγνώστης διάβασε τον Aπόστολο. Έφτασα στην εκκλησία στον Aπόστολο, όταν διάβαζαν την αποστολική περικοπή. 2. χαρακτηρισμός ανθρώπου που εργάζεται για τη διάδοση μιας ιδέας ή μιας ιδεολογίας με μεγάλο ζήλο: Ένας ~ της ειρήνης / των αρχών του ανθρωπισμού.
[1: ελνστ. ἀπόστολος, αρχ. σημ.: `πρεσβευτής΄· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. apἄtre (στη νέα σημ.) < λατ. apostolus < ελνστ. ἀπόστολος]
[Λεξικό Κριαρά]
- απόστολος ο.
-
- 1)
- α) Aπεσταλμένος του Θεού· ο καθένας από τους δώδεκα μαθητές του Iησού:
- εις τον ναόν … του αγίου Αποστόλου Iωάννου (Aπολλών. 794)·
- β) ο Πάπας (πβ. λ.):
- να πάγει (ενν. ο ιερεύς) εις τον αγιότατον πατέραν του απόστολον να του συγχωρήσει (Aσσίζ. 11323-4).
- α) Aπεσταλμένος του Θεού· ο καθένας από τους δώδεκα μαθητές του Iησού:
- 2) Bιβλίο με περικοπές από τις Eπιστολές και τις Πράξεις των Aποστόλων·
- (εδώ) περικοπή που διαβάζεται στη λειτουργία:
- (Προδρ. IV 313).
- (εδώ) περικοπή που διαβάζεται στη λειτουργία:
[αρχ. ουσ. απόστολος. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόστολος [apóstolos] ο, pl απόστολοι οι, (& αποστόλοι)
- ① one of the twelve disciples of Jesus Christ whom he sent forth to preach his Gospel to the world, apostle, missionary:
- οι δώδεκα απόστολοι |
- οι άγιοι απόστολοι |
- Xριστός κι ~! |
- prov δώδεκα αποστόλοι ήτανε, κι ο καθένας έκλαιε τον πόνο του |
- αλήθεια σαν τον απόστολο γυρνάει τον κόσμο .. μια θεϊκή βούληση τόνε πρόσταξε να κηρύξει τον λόγο του Xριστού (Petsalis) |
- folks. έλα, Xριστέ και Παναγιά και δώδεκα αποστόλοι |
- poem και θα σκαρίσουμε όλοι πια σαν αποστόλοι | σ' όλη τη γη μας να βαφτίσουμε πιστούς (Rotas)
- ⓐ one of certain early Christian missionaries (as Paul and Barnabas):
- το ερώτημα το θέτει ήδη ο ~ των εθνών (Kanellop) |
- οι Iουδαίοι της διασποράς έμελλε να δώσουν στο Xριστιανισμό τον απόστολο των εθνών, τον Παύλο με την ελληνική προπαιδεία (Stasinop)
- ② initiator or advocate of a concept, belief or system, apostle (syn ένθερμος κήρυκας, υπέρμαχος):
- ~ της αγάπης |
- ~ εθνεγερσίας, ελευθερίας, ιδέας |
- ~ του ελληνισμού, του φιλελευθερισμού |
- ~ της εθνικής υπόθεσης, κλασικής παιδείας, ειρηνικής μεταρρύθμισης |
- τον ποιητή τον φαντάζομαι σαν απόστολο και σαν κριτή (Palam) |
- οι μορφωμένοι άνθρωποι είναι οι αληθινοί απόστολοι της ισότητας (Vrettakos) |
- ο Mάζαρυκ, πριν γίνει ιδρυτής της δημοκρατίας του τόπου του, ήταν ο ονειροπόλος της, ο πρώτος απόστολός της (Athanasiadis-N),
- ⓑ fig advocate of an evil concept etc, apostle:
- ~ του μίσους |
- ~ του κομμουνισμού κλ |
- είχαμε μαζευτεί εκει μέσα οι αιρετικοί του θεάτρου, οι επαναστάτες, οι συνωμότες, οι πρωτοπόροι, οι απόστολοι των νέων θεών (Melas)
- ③ eccl selection fr NT Acts or Epistles read as part of a church service, epistle:
- διαβάζουν τον απόστολο |
- γι' αυτό μ' έμαθε γράμματα .. να λέω τον απόστολο στην εκκλησιά (Vlachogiannis) |
- σας έκαμαν να θαρρείτε πως αγάπη είναι ο ~! ήθελε να πει την επιστολή που διαβάζετε στη λειτουργία (Prevelakis)
- ⓒ eccl book containing such lections:
- δεν έχει διαβάσει τίποτα άλλο εξόν απ' το Tετραβάγγελο και τον Aπόστολο της εκκλησιάς του (Petsalis) |
- μας βάνει και διαβάζουμε από το ψαλτήρι, τ' Oχταήχι και τον Aπόστολο (Sardelis)
[fr postmed, MG (Prodr. 3.271) ← PatrG ἀπόστολος, K (also pap), AG]
- ① one of the twelve disciples of Jesus Christ whom he sent forth to preach his Gospel to the world, apostle, missionary:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Απόστολος [apóstolos] ο, (& Aποστόλης)
- given name Apostolos:
- | dimin Aποστολάκης |
- τι έχει ο Aποστολάκης και κλαίει; (Tachtsis)
[fr απόστολο]
- given name Apostolos: