Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Απόλλων [apólon] ο, (& D Aπόλλωνας) (L)
- ① AG relig Apollo (syn Φοίβος):
- ο ~ έχει για τον εαυτό του το θάμπος, το θαυμασμό (Papatsonis) |
- poem ο ασημοδόξαρος Aπόλλωνας φτιάνει γοργά ένα σκιάχτρο (Homer Il 5.449 Kaz-Kakr)
- ⓐ AG art statue depicting the god Apollo or any youth in general:
- ο ~ του Mπελβεντέρε |
- άλλοτε τους αρχαϊκούς αυτούς νέους (sc statues of kouroi) τους έλεγαν Aπόλλωνες (Karouzos)
- ② fig well-built and beautiful youth:
- ο δείνα είναι ένας Aπόλλωνας
[fr kath Aπόλλων ← postmed (Somavera) ← K (also pap), AG]
- ① AG relig Apollo (syn Φοίβος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολλώνειος -α -ο [apolónios] Ε6 : 1.που έχει σχέση με το θεό Aπόλλωνα: Aπολλώνεια λατρεία. Aπολλώνειο ιερό / άσμα. 2. που είναι ωραίος, νεανικός: Aπολλώνειο σώμα / παράστημα. 3. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από τάξη, μέτρο και αυτοσυγκράτηση. ANT διονυσιακός: Aπολλώνεια αταραξία / ηρεμία.
[λόγ. Aπόλλων -ειος μτφρδ. γερμ. apollonisch (< αρχ. Ἀπόλλων) (διαφ. το ελνστ. τά Ἀπολλώνεια `φεστιβάλ προς τιμή του Aπόλλωνα΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολλωνιακός, -ή, -ό [apoloniakós] (L)
- characterized by harmony, order, balance or restraint, apollonian, apollonic (syn απολλώνιος 2, ant διονυσιακός):
- απολλωνιακή έμπνευση, ψυχή |
- απολλωνιακό στοιχείο |
- στην τρίτη στροφή (sc του ποιήματος) εκφράζεται η απολλωνιακή διάθεση (Palam) |
- τον Πλάτωνα τον κατέτασσεν ο Nίτσε στους καθαρά απολλωνιακούς τύπους (Georgoulis)
[fr kath απολλωνιακός ← MG (5th c.), LK (also pap)]
- characterized by harmony, order, balance or restraint, apollonian, apollonic (syn απολλώνιος 2, ant διονυσιακός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολλώνιος, -α, -ο [apolónios] (sp. also απολλώνειος) (L)
- ① of, pertaining to, or reminiscent of, Apollo, apollonian:
- ~ ύμνος |
- απολλώνια δάφνη, θρησκεία, λύρα |
- απολλώνια κορμοστασιά, ομορφιά, χάρη |
- απολλώνιο μαντείο, σύμβολο, φως |
- αριστερά από το απολλώνιο τέμενος διακρίνονται τέσσερεις κολόνες (ChZalokostas) |
- poem .. με του κύκνου ήρθα τη φύση | την απολλώνια (Palam) |
- χάσαμεν .. την μορφή του, | που ήτανε μια απολλώνια οπτασία (Kavafis) |
- ο ήλιος εσκυθρώπασε μπροστά στα τόσα κάλλη, | τα κάλλη τ' απολλώνια (Karyotakis)
- ② = απολλωνιακός:
- ~ λόγος, ποιητής |
- απολλώνια αρμονία, γαλήνη, ηδονή, τέχνη |
- απολλώνιο πάθος, πνεύμα |
- ο Σωκράτης με τη διαλεχτική του σκότωσε την απολλώνια νηφαλιότητα και την διονυσιακή μέθη (Kazantz) |
- ερμήνευαν την απολλώνια αντίληψη του αρχαίου χορού, το μέτρο, την ευγένεια και την ευρυθμία (Moustoxydis) |
- η κλασικορομαντική ποίηση κυμαίνεται ανάμεσα στο απολλώνιο και το διονυσιακό στοιχείο (Spandonidis)
[fr kath απολλώνιος ← K, AG]
- ① of, pertaining to, or reminiscent of, Apollo, apollonian: