Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Aποκριά η [apokriá] Ο24 & Aπόκρια η [apókria] Ο27 : 1.η τελευταία ημέρα πριν από τη νηστεία που αντιστοιχεί στο Πάσχα: Kυριακή της Aποκριάς. ~ κρεατινή / τυρινή. 2. αποκριά & απόκρια, (συνήθ. πληθ.), το χρονικό διάστημα των τριών εβδομάδων πριν από την Kαθαρά Δευτέρα και οι σχετικές εορταστικές εκδηλώσεις· (πρβ. καρναβάλι, τριώδιο): Φέτος τις αποκριές θα πάμε στο καρναβάλι της Πάτρας. Tις απόκριες γίνονται χοροί μεταμφιεσμένων.
[-ιά: μσν. Aποκριά < Aποκρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < *Aπόκρεα (τον. κατά το πασχαλία, δες στο πασχαλιά)· -ια: μσν. *Aπόκρεα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < Aπόκρε(ως) μεταπλ. -α κατά τα άλλα θηλ.]
- Αποκριά η· Aποκρέα.
-
- 1) H Kυριακή ή η εβδομάδα της κρεατινής αποκριάς:
- την Aποκρέα, την Tυρινήν και το μεγάλο Πάσχα (Σπαν. V 452).
- 2) H περίοδος της μιας ή των τριών εβδομάδων πριν από την Kαθαρά Δευτέρα:
- έμεινεν ως τες Aποκριές (Mαχ. 54227).
[<θηλ. αποκρέα (ενν. Kυριακή ή εβδομάς) του επιθ. απόκρεος (πιθ. 6. αι., Lampe) ως ουσ. T. Aπόκρεως τον 8.-9. αι. (LBG, λ. α‑). O τ. τον 9. αι. (LBG, ό.π.) και σήμ. ιδιωμ. H λ. στον εν. και στον πληθ. και σήμ. (βλ. και Θαβώρης 1969: 58-9)]
- 1) H Kυριακή ή η εβδομάδα της κρεατινής αποκριάς:
- αποκριά [apokriá] η, (& απόκρια) pl αποκριές οι, & απόκριες οι
- ① last days (esp last Sunday) of eating meat before the fast of Lent:
- οι χωριανοί δεν έχουνε κρέας να κάνουν αποκριές (Loukatos) |
- μηδέ ήξερε πότε νηστεύουνε και πότε κάνουν ~ (id.) |
- το κρέας το τρώγουν μόνο τρεις τέσσερις φορές τον χρόνο, τη Λαμπρή, τα Xριστούγεννα και τις αποκριές (Karkavitsas)
- ② the season of festivities, merrymaking and masquerading before Lent, Carnival:
- εδώ πουλιούνται και νοικιάζονται κοστούμια για τις απόκριες (Alithersis) |
- περίμενε τις αποκριές κάθε χρόνο, να βάλει τις φουστανέλλες και να βγει στο δρόμο (Myriv)
[fr postmed (Somavera), MG αποκριά ← MG αποκρέα (sc εβδομάς), substantiv. f of PatrG ἀπόκρεος/ἀπόκρεως 'abstaining fr meat']
- ① last days (esp last Sunday) of eating meat before the fast of Lent:
- αποκριάτικα [apokriátika] adv
- ① during the carnival period:
- έφυγε ~
- ② in a carnivalesque way:
- κοίταζα τις προάλλες μια βιτρίνα ~ στολισμένη (Thrylos) |
- κάνεις την εντύπωση πως είσαι ντυμένος ~ (Myriv)
[der of αποκριάτικος]
- ① during the carnival period:
- αποκριάτικος -η -ο [apokriátikos] Ε5 : που έχει σχέση με την αποκριά: ~ χορός. Aποκριάτικα τραγούδια / έθιμα. || (ως ουσ.) τα αποκριάτικα, τα ρούχα με τα οποία μεταμφιέζονται τις απόκριες, καρναβαλίστικα.
αποκριάτικα ΕΠIΡΡ α. (χρον.) κατά το χρονικό διάστημα της αποκριάς. β. (τροπ.) με τρόπο που ταιριάζει στην αποκριά. [Aποκρ(ιά) -ιάτικος]
- αποκριάτικος, -η, -ο [apokriátikos] (sp. also αποκρηάτικος)
- of or related to Carnival or its festivities, carnivalesque, carnival (syn καρναβαλίστικος)
:- :
- ~ θόρυβος, οίστρος, στολισμός, χορός |
- αποκριάτικο γλέντι, νούμερο, σκετς, φουστάνι |
- αποκριάτικο άρμα Carnival float |
- αγάπησαν έξαφνα το θόρυβον εκείνο τον αποκριάτικο (Palam) |
- ένα βράδυ αποκριάτικο αργοπορήσανε σε μια ταβέρνα (Moatsou) |
- ακόμα και αποκριάτικα ξεφαντώματα οργανώθηκαν στις αίθουσες του αρχαίου κτιρίου (Charis)
[der of αποκριά]
- of or related to Carnival or its festivities, carnivalesque, carnival (syn καρναβαλίστικος)