Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αντιόχεια [andió ia] η, (L) geogr
- Antioch (anc. capital of Syria)
[fr kath Aντιόχεια ← K]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιοχειανός1 [andio ianós] ο, (L) relig
- member or adherent of the theological doctrines of the church at Syrian Antioch, antiochene:
- ο άκρος ορθολογισμός των αντιοχειανών
[substantiv. m of αντιοχειανός2]
- member or adherent of the theological doctrines of the church at Syrian Antioch, antiochene:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιοχειανός2, -ή, -ό [andio ianós] (L) relig
- Antiochene:
- η αντιοχειανή σχολή
[der of Aντιόχεια w. suff -ανός]
- Antiochene: