Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ανταίος [andéos] ο, myth
- Antaeus:
- πολύ έντονο και άψογα σχεδιασμένο παρουσιάζεται το σχήμα αυτό στον Aνταίο του κρατήρα του Λούβρου (Karouzos) |
- τα παιδιά, αναθρεμμένα κοντά στη γη, θα τη νοσταλγούν και θα ξανάρχονται συχνά να πάρουν καινούργια δύναμη στο άγγιγμά της σαν τον Aνταίο (Evelpidis) |
- τρέχει ο κόσμος στις εξοχές ύστερα από την κλεισούρα του χειμώνα και τρώει καταγής, κάθεται καταγής, σε χράμια και σε κιλίμια, κυλιέται καταγής να πάρει ξανά δύναμη σαν τον Aνταίο (Petsalis) |
- poem λαέ δεσμώτη, μη λυγάς, λαέ Aνταίε, χαίρε, | γιατ' είν' ιδέα άφθαρτη, το πνεύμα των αιώνων | που κυβερνάει της φυλής τ' άγνωρα πεπρωμένα (MManos)
[fr anc. Aνταίος]
- Antaeus: