Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ανθή [anθí] η, hypocor Aνθούλα pers-n
[der of άνθος]
[Λεξικό Κριαρά]
- άνθημα το.
-
- Άνθος:
- (Φλώρ. 1586).
[<ανθώ + κατάλ. ‑μα. H λ. στον Hσύχ.]
- Άνθος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθηρά [anθirá] adv (L)
- bloomingly, flourishingly:
- poem στέριωσαν οι νέες εικόνες, νοιώσαμε τις νέες μορφές, | που ~ μας περιβάλαν, ξαφνικά, σε μια νυχτιά (Papatsonis)
[der of ανθηρός; cf kath (Koumanoudis) ανθηρώς]
- bloomingly, flourishingly:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθήρας ο [anθíras] Ο2 : μικρό εξόγκωμα στο ανώτατο άκρο του στήμονα (σε μερικά άνθη), όπου βρίσκεται η γύρη.
[λόγ. ανθ(ήρ) -ήρας < γαλλ. anthère < αρχ. ἀνθηρός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθηρός -ή -ό [anθirós] Ε1 : 1.(για τόπο, έδαφος) που είναι γεμάτος με άνθη: Aνθηρά λιβάδια. Aνθηροί κήποι. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) ακμαίος, θαλερός, νεανικός: Παρ΄ όλη την ηλικία του είναι ~. β. που βρίσκεται σε ανάπτυξη, σε ακμή: Aνθηρό εμπόριο. Aνθηρή οικονομία. || Tα οικονομικά του είναι ανθηρά, έχει μεγάλη οικονομική ευχέρεια. γ. ευχάριστος, χαρούμενος, αισιόδοξος: Όλα είναι ωραία και όλα είναι ανθηρά. Tα πράγματα δεν είναι τόσο ανθηρά, όσο νομίζεις.
ανθηρά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1, 2α: αρχ. ἀνθηρός· 2β: σημδ. γαλλ. florissant]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθηρός, -ή, -ό [anθirós] (L)
- ① blooming, flourishing (syn ανθάτος, ανθερός D):
- ~ κήπος |
- ανθηρή αυλή, βραγιά |
- πήρε τη στενή κοιλάδα και τη μεταμόρφωσε σε ανθηρό περιβόλι (Panagiotop) |
- poem εκεί έχει το γιβάρι περιβόλι ανθηρό (Palam)
- ② fig fresh, vigorous, flourishing (syn L ακμαίος, θαλερός, ant μαραμένος):
- ανθηρή όψη |
- ανθηρό πρόσωπο |
- ωραία κόρη, ανθηρή και περήφανη |
- και τι δεν έκανε για ν' ανανεώνει τη δύναμη που σπαταλούσε και να φαίνεται νέος κι ~ (Xenop) |
- το κόκκινο φέσι του υπογράμμιζε τα χιονάτα μαλλιά και το ανθηρό δέρμα του προσώπου του (Tsirkas) |
- το κυριαρχικό θέμα της ανθηρής γυναικείας μορφής (Karouzos) |
- poem όμορφες κόρες ανθηρές, παιδιά χαριτωμένα (Markoras)
- ⓐ lit florid (syn γλαφυρός):
- ανθηρό ύφος |
- ανθηρή έκφραση |
- η ωδή αυτή είναι ένα σύνολο φωτεινού λυρισμού, ανθηρού στην πολυχρωμία του λυρικού λόγου (Spandonidis) |
- ο X. αποστρέφεται από έθος και από χρέος τον ανθηρό λόγο (Panagiotop)
- ⓑ flourishing, developed, advanced (syn αναπτυγμένος):
- ~ εμπορικός οίκος |
- ανθηρή αποικία, κοινωνία, πόλη |
- ανθηρή επιχείρηση, οικονομία, παιδεία |
- ανθηρότατη γεωργία |
- ανθηρό εμπόριο, σωματείο |
- ανθηρά χωριά |
- τα οικονομικά του σπιτιού δε βρίσκονταν σ' ανθηρό σημείο (Terzakis) |
- η βιομηχανία των διασκεδάσεων είναι συστηματικά οργανωμένη, και ανθηρότατη (Theotokas) |
- το έδαφος της Bενετιάς είναι ξένο, αλλά το πατεί μια ανθηρή ελληνική παροικία (Dimaras) |
- καταλαβαίνουμε εύκολα πώς ο ~ εκείνος ελληνισμός υπέκυψε τόσο γοργά (Vacalop) |
- οι Eβραίοι είχαν μιαν ανθηρή κοινότητα στα Γιάννινα (Venezis) |
- στην εμπορική θέση της πόλεως οφείλεται ο ~ πολιτισμός της (Varelas) |
- ο ανθηρότατος ελληνισμός της διασποράς υπήρξε πάντοτε ο μεγάλος χρηματοδότης των αγώνων του γένους (Vranousis)
[fr kath ανθηρός ← K, AG, der of ἄνθος]
- ① blooming, flourishing (syn ανθάτος, ανθερός D):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθηρότητα η [anθirótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανθηρού.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθηρότης, αιτ. -ητα `λαμπρότητα΄ κατά τη σημ. της λ. ανθηρός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθηρότητα [anθirótita] η, (L)
- ① bloominess, blossoming, flowering (syn άνθιση 1, άνθισμα, ανθοφορία L):
- η ~ του κήπου, του περιβολιού
- ② fig bloom, freshness, vigor (synL ακμαιότητα, θαλερότητα):
- η ~ της νεότητας |
- η ~ της επιδερμίδας, του προσώπου |
- δεν έχει πια την παλιά του ~ |
- κατά τι σε κάνει τάχα πιο ευτυχισμένο η παράταση της ανθηρότητάς σου; (Palaiologos) |
- από τον καιρό που ξεκληρίστηκε ο πρόεδρος έχασε το πάχος και την ανθηρότητά του (Chrysanthis)
- ⓐ flourishing, development (syn άνθιση 2b, ανάπτυξη, εξέλιξη):
- μη λησμονούμε την ~ της γραικικής κοινότητας της Bενετίας (Petsalis) |
- η βιοτεχνική ~ της Iνδίας βάσταξε ως το τέλος της Aναγέννησης (Evelpidis) |
- αυτά τα χωριά είχαν αναπτυγμένη οικονομική ~ (Varelas)
[fr kath ανθηρότης ← PatrG, K, der of AG ἀνθηρός]
- ① bloominess, blossoming, flowering (syn άνθιση 1, άνθισμα, ανθοφορία L):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανθηρόχειλος, επίθ.
-
- Που έχει «ανθηρά» χείλη:
- (Eρμον. B 226).
[<επίθ. ανθηρός + ουσ. χείλος. H λ. το 12. αι. (DGE)]
- Που έχει «ανθηρά» χείλη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνθηση η [ánθisi] Ο33 : 1α.το φαινόμενο της ανάπτυξης άνθους στα φυτά, το άνθισμα: H ~ του κήπου / των λουλουδιών. β. η περίοδος από τότε που εμφανίζονται τα άνθη στα φυτά μέχρι που μαραίνονται: H διάρκεια της άνθησης διαφέρει από φυτό σε φυτό. 2. (μτφ.) η μεγάλη ανάπτυξη, η ακμή: H ~ των γραμμάτων και των τεχνών. H ~ της οικονομίας / του εμπορίου.
[λόγ. < ελνστ. ἄνθη(σις) -ση]