Παράλληλη αναζήτηση
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ανατολικό [anatolikó] το, (& L Aιτωλικό) geogr
- town on an islet near Mesolonghi, SW Sterea Ellas
[fr το Aνατολικόν, sc. μέρος; the form Aιτωλικόν is owing to folk et]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ανατολικό ζήτημα [anatolikó zítima] το, hist
- Eastern Question, i.e., troubled relations between Turks and their subject populations and the intervening European powers in the 18th-20th c. period.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατολικο- [anatoliko] : το επίθ. ανατολικός ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα. ANT δυτικο-: α. σε παρατακτικά σύνθετα: ~μεσημβρινός. β. σε προσδιοριστικά σύνθετα: ~γερμανικός, ~ευρωπαϊκός.
[λόγ. θ. του επιθ. ανατολικ(ός) -ο- ως α' συνθ.: ανατολικο-μεσημβρινός & μτφρδ. γερμ. ost-: ανατολικο-γερμανικός < γερμ. ostdeutsch]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατολικοβορεινός, -ή, -ό [anatolikovorinós]
- north east:
- στην Πάρνηθα μπορεί Mάρτη μήνα, στις ανατολικοβορεινές πλαγιές ν' αντικρύσεις σωστό αλπικό τοπίο (Floros, adapted)
[cpd of ανατολικός & βορεινός]
- north east:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατολικοβόρειο [anatolikovório] το, (L)
- the NE side:
- η Kάρπαθος είναι στο ~ της ανατολικής πλευράς της Kρήτης
[substantiv. n of kath ανατολικοβόρειος, cpd of ανατολικός & βόρειος]
- the NE side:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ανατολικογερμανίδα [anatolikoyermaní∂a]
- s. Aνατολικογερμανός.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατολικογερμανικός, -ή, -ό [anatolikoyermanikós]
- East German, of the German Democratic Republic:
- ανατολικογερμανικό έδαφος, ανατολικογερμανική τηλεόραση |
- ανατολικογερμανικό σοσιαλιστικό κόμμα
[der of Aνατολική Γερμανία]
- East German, of the German Democratic Republic:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ανατολικογερμανός [anatolikoyermanós] ο, Aνατολικογερμανίδα [anatolikoyermaní∂a] η,
- East German:
- Aνατολικογερμανοί φρουροί East German guards
[cpd of Aνατολικός & Γερμανός]
- East German:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατολικοευρωπαϊκός, -ή, -ό [anatolikoevropaikós]
- East European:
- ανατολικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες |
- (στην Aμερική) το ποσοστό των μεσημβρινών και των ανατολικοευρωπαϊκών στοιχείων, στο σύνολο των νέων μεταναστών, έγινε μεγάλη πλειοψηφία (Theotokas)
[fr kath (Koumanoudis) ανατολικοευρωπαϊκός]
- East European:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ανατολικοθρακιώτης [anatolikoθracótis] ο, geogr
- East Thracian.