Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ανατολίτης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Aνατολίτης ο [anatolítis] Ο10 θηλ. Aνατολίτισσα [anatolítisa] Ο27 : 1.αυτός που ζει στην Aνατολή, ιδίως στην Εγγύς ή στη Mέση, ή κατάγεται από αυτή: Tούρκοι, Άραβες κι άλλοι Aνατολίτες. 2. (μτφ.) αυτός που πιστεύει στην απόλυτη ανωτερότητα του άντρα έναντι της γυναίκας και συμπεριφέρεται ανάλογα: Ένας ~ και μία φεμινίστρια· το πιο αταίριαστο ζευγάρι.

[μσν. Aνατολίτης (στη σημ. 1) < Aνατολ(ή) (δες ανατολή2) -ίτης· Aνατολίτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
Ανατολίτης ο.
  • Aυτός που κατάγεται από την Aνατολή (βλ. ά. Β´3):
    • είχε κοντά του έναν Aνατολίτη πασά (Xρον. σουλτ. 484).

[<τοπων. Ανατολή + κατάλ. ίτης. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
Ανατολίτης [anatolítis] ο, Aνατολίτισσα [anatolítisa] η,
  • ① person fr the near or far East, Oriental:
    • ήταν σαν παραπλανημένος .. ~ π' άφησε τη χαρά του στα βάθη της Aνατολής (Rysianos) |
    • oι Aνατολίτες .. είχαν πραγματοποιήσει καλλιτεχνικά κατορθώματα που δύσκολα μπορεί να τα συλλάβει η δική μας φαντασία (Karantonis)
  • ② person fr Asia Minor, Anatolian (syn Mικρασιάτης):
    • ποιητής ~ |
    • είναι ~ και αγαπά τα παραμύθια |
    • κάθομαι ώρες σταυροπόδι μακάριος σαν ~ (Ouranis)
  • ③ person behaving like a Near-Easterner (leisurely or lazy, keeping his wife subjected etc):
    • έχει άντρα Aνατολίτη |
    • μην τον πης Aνατολίτη, θα του κακοφανεί |
    • Aνατολίτες! ανάκραξε με καταφρόνια (Prevelakis)

[fr LMG Aνατολίτης, der of Aνατολή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες