Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ανανίας
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
Ανανίας [ananías] ο, eccl
  • Ananias:
    • ο όσιος ~ ο μητροπολίτης
  • ⓐ phr θα σου αλλάξω τον Aνανία! I'll beat you senseless (syn θα σου αλλάξω τον αδόξαστο στο ξύλο)

[fr K (NT) Άνανίας ← OT ← Hebr]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες